Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ππαλουζές οι ππαλουζέδες
      γενική του ππαλουζέ των ππαλουζέδων
    αιτιατική τον ππαλουζέ τους ππαλουζέδες
     κλητική ππαλουζέ ππαλουζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ππαλουζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική paluze < περσική پالوده (pālūda)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ππαλουζές αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία