Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παλμογεννήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παλμογεννήτρι
α
οι
παλμογεννήτρι
ες
γενική
της
παλμογεννήτρι
ας
των
παλμογεννητρι
ών
αιτιατική
την
παλμογεννήτρι
α
τις
παλμογεννήτρι
ες
κλητική
παλμογεννήτρι
α
παλμογεννήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλμογεννήτρια
<
παλμός
+
-ο-
+
γεννήτρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλμογεννήτρια
θηλυκό
συσκευή
ή
μηχανισμός
που δημιουργεί
παλμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλμογεννήτρια