παλλακεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλλακεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλλακεία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.laˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παλ‐λα‐κεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλλακεία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (νομικός όρος) η συμβίωση μιας γυναίκας με ένα άνδρα, χωρίς να έχει προηγηθεί γάμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλλακεία