παλκοσένικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλκοσένικο < (άμεσο δάνειο) ιταλική palcoscenico
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλκοσένικο ουδέτερο
- το ξύλινο πάτωμα σκηνής θεάτρου
- η δουλειά των ηθοποιών και άλλων καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν το παλκοσένικο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλκοσένικο
|