Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλκοσένικο τα παλκοσένικα
      γενική του παλκοσένικου των παλκοσένικων
    αιτιατική το παλκοσένικο τα παλκοσένικα
     κλητική παλκοσένικο παλκοσένικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλκοσένικο < (άμεσο δάνειο) ιταλική palcoscenico

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλκοσένικο ουδέτερο

  1. το ξύλινο πάτωμα σκηνής θεάτρου
  2. η δουλειά των ηθοποιών και άλλων καλλιτεχνών που χρησιμοποιούν το παλκοσένικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία