παλιρροιογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλιρροιογράφος < παλίρροι(α) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιρροιογράφος αρσενικό
- συσκευή που καταγράφει τα παλιρροϊκά κύματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιρροιογράφος
|