παλιρροιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλιρροιακός < παλίρροια
Επίθετο
επεξεργασίαπαλιρροιακός, -ή, -ό
- σχετικός με το φαινόμενο της παλίρροιας
- παλιρροιακός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλιρροιακός
|