Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλιρροιακός η παλιρροιακή το παλιρροιακό
      γενική του παλιρροιακού της παλιρροιακής του παλιρροιακού
    αιτιατική τον παλιρροιακό την παλιρροιακή το παλιρροιακό
     κλητική παλιρροιακέ παλιρροιακή παλιρροιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλιρροιακοί οι παλιρροιακές τα παλιρροιακά
      γενική των παλιρροιακών των παλιρροιακών των παλιρροιακών
    αιτιατική τους παλιρροιακούς τις παλιρροιακές τα παλιρροιακά
     κλητική παλιρροιακοί παλιρροιακές παλιρροιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιρροιακός < παλίρροια

  Επίθετο επεξεργασία

παλιρροιακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το φαινόμενο της παλίρροιας
    παλιρροιακός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία