Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιομισοφόρι τα παλιομισοφόρια
      γενική του παλιομισοφοριού των παλιομισοφοριών
    αιτιατική το παλιομισοφόρι τα παλιομισοφόρια
     κλητική παλιομισοφόρι παλιομισοφόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιομισοφόρι < παλιο- + μισοφόρι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ʎo.mi.soˈfo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιο‐μι‐σο‐φό‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιομισοφόρι ουδέτερο

  1. άσχημο ή κακής ποιότητας μισοφόρι
  2. παλιό μισοφόρι
    ※  Αχ βρε παλιομισοφόρια / τι τραβάν για σας τ’ αγόρια. (Αχ βρε παλιομισοφόρια, στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος, μουσική: Μάνος Χατζηδάκις, εκτέλεση: Βασίλης Αυλωνίτης, 1957)

  Μεταφράσεις επεξεργασία