παλαμιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλαμιά | οι | παλαμιές |
γενική | της | παλαμιάς | των | παλαμιών |
αιτιατική | την | παλαμιά | τις | παλαμιές |
κλητική | παλαμιά | παλαμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλαμιά < παλάμη + -ιά < αρχαία ελληνική παλάμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλαμιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαμιά
|