παιχτούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιχτούρα | οι | παιχτούρες |
γενική | της | παιχτούρας | — | |
αιτιατική | την | παιχτούρα | τις | παιχτούρες |
κλητική | παιχτούρα | παιχτούρες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιχτούρα < παίχτ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιχτούρα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιχτούρα
|