Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιχτούρα οι παιχτούρες
      γενική της παιχτούρας
    αιτιατική την παιχτούρα τις παιχτούρες
     κλητική παιχτούρα παιχτούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιχτούρα < παίχτ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιχτούρα θηλυκό

  • (ανεπίσημο) πολύ ικανός παίκτης, ιδίως σε ομαδικό άθλημα, αλλά και γενικότερα
    ※  O «άχαστος» και η «παιχτούρα» που ηττήθηκε κατά κράτος (15minutes.gr, 29/05/2019, [1])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία