παιχταράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιχταράς < παίχτ(ης) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιχταράς και παικταράς αρσενικό
- πολύ ικανός παίκτης, ιδίως σε ομαδικό άθλημα, αλλά και γενικότερα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιχταράς
|