παιχνιδοκονσόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαιχνιδοκονσόλα θηλυκό
- (νεολογισμός) κονσόλα με την οποία παίζονται ηλεκτρονικά παιχνίδια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιχνιδοκονσόλα