↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιχνιδοκονσόλα οι παιχνιδοκονσόλες
      γενική της παιχνιδοκονσόλας των παιχνιδοκονσολών
    αιτιατική την παιχνιδοκονσόλα τις παιχνιδοκονσόλες
     κλητική παιχνιδοκονσόλα παιχνιδοκονσόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παιχνιδοκονσόλα < παιχνίδι + -ο- + κονσόλα < γαλλική console

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιχνιδοκονσόλα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία