παιδάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιδάριο < υποκοριστικό του παιδί, (καθαρεύουσα) παιδάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδάριον. Μορφολογικά αναλύεται σε παιδ(ί) + -άριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδάριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιδάριο
|