παγοκάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγοκάλυψη | οι | παγοκαλύψεις |
γενική | της | παγοκάλυψης* | των | παγοκαλύψεων |
αιτιατική | την | παγοκάλυψη | τις | παγοκαλύψεις |
κλητική | παγοκάλυψη | παγοκαλύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγοκαλύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παγοκάλυψη < παγο- + κάλυψη, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ice cover)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγοκάλυψη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παγοκάλυψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)