Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγκρεατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παγκρεατικ
ός
η
παγκρεατικ
ή
το
παγκρεατικ
ό
γενική
του
παγκρεατικ
ού
της
παγκρεατικ
ής
του
παγκρεατικ
ού
αιτιατική
τον
παγκρεατικ
ό
την
παγκρεατικ
ή
το
παγκρεατικ
ό
κλητική
παγκρεατικ
έ
παγκρεατικ
ή
παγκρεατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παγκρεατικ
οί
οι
παγκρεατικ
ές
τα
παγκρεατικ
ά
γενική
των
παγκρεατικ
ών
των
παγκρεατικ
ών
των
παγκρεατικ
ών
αιτιατική
τους
παγκρεατικ
ούς
τις
παγκρεατικ
ές
τα
παγκρεατικ
ά
κλητική
παγκρεατικ
οί
παγκρεατικ
ές
παγκρεατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγκρεατικός
<
πάγκρεας
Επίθετο
επεξεργασία
παγκρεατικός, -ή, -ό
σχετικός με το
πάγκρεας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγκρεατικός