Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγκρεατικός η παγκρεατική το παγκρεατικό
      γενική του παγκρεατικού της παγκρεατικής του παγκρεατικού
    αιτιατική τον παγκρεατικό την παγκρεατική το παγκρεατικό
     κλητική παγκρεατικέ παγκρεατική παγκρεατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγκρεατικοί οι παγκρεατικές τα παγκρεατικά
      γενική των παγκρεατικών των παγκρεατικών των παγκρεατικών
    αιτιατική τους παγκρεατικούς τις παγκρεατικές τα παγκρεατικά
     κλητική παγκρεατικοί παγκρεατικές παγκρεατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκρεατικός < πάγκρεας

  Επίθετο επεξεργασία

παγκρεατικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία