πίκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίκα | οι | πίκες |
γενική | της | πίκας | — | |
αιτιατική | την | πίκα | τις | πίκες |
κλητική | πίκα | πίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπίκα θηλυκό
- μνησικακία, πείσμα
- ⮡ του έριξε αυτή τη σπόντα από πίκα, επειδή χθες της είχε κάνει υποδείξεις για το θέμα
- (χαρτοπαίγνιο) σύμβολο μιας από τις τέσσερις φυλές (χρώματα) της τράπουλας, τα μπαστούνια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρώμα της τράπουλας
|
- ↑ πίκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας