πήκτωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πήκτωμα < μεσαιωνική ελληνική πήκτωμα[1] < αρχαία ελληνική πηκτός < πήγνυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πήκτωμα ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πηκτωματοποίηση
- πηκτωματοποιώ
- πηκτωματώδης
- → δείτε τη λέξη πηκτός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πήκτωμα
|
Πηγές επεξεργασία
- πήκτωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πήκτωμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)