πηκτωματοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πηκτωματοποίηση | οι | πηκτωματοποιήσεις |
γενική | της | πηκτωματοποίησης* | των | πηκτωματοποιήσεων |
αιτιατική | την | πηκτωματοποίηση | τις | πηκτωματοποιήσεις |
κλητική | πηκτωματοποίηση | πηκτωματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πηκτωματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηκτωματοποίηση < πηκτωματοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηκτωματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πηκτωματοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηκτωματοποίηση
|