↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέζευμα τα πεζεύματα
      γενική του πεζεύματος των πεζευμάτων
    αιτιατική το πέζευμα τα πεζεύματα
     κλητική πέζευμα πεζεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέζευμα < μεσαιωνική ελληνική πέζευμα[1] [2] / πέζεμα[1] < πεζεύω < αρχαία ελληνική πεζός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέζευμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα

  1. 1,0 1,1 πέζευμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. πέζευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας