πέζευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέζευμα < μεσαιωνική ελληνική πέζευμα[1] [2] / πέζεμα[1] < πεζεύω < αρχαία ελληνική πεζός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέζευμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πεζεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέζευμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πέζευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 1,0 1,1 πέζευμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ πέζευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας