ξεπέζεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεπέζεμα < μεσαιωνική ελληνική ξε-+πεζε(ύω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεπέζεμα ουδέτερο
- το κατέβασμα από ένα ζώο, συνήθως άλογο ή από ένα δίτροχο όχημα όπως το ποδήλατο και η μοτοσυκλέτα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεπέζεμα
|