Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάστωμα τα παστώματα
      γενική του παστώματος των παστωμάτων
    αιτιατική το πάστωμα τα παστώματα
     κλητική πάστωμα παστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάστωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάστωμα ουδέτερο

  • συντήρηση τροφίμων μέσα σε ξύδι ή άλμη· συνήθως τα τρόφιμα έμπαιναν σε σειρές εναλλάξ με το αλάτι μέσα σε ξύλινα βαρέλια ή πήλινα πιθάρια

  Μεταφράσεις επεξεργασία