πάρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάρος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pr̥h₂ós (πριν, νωρίτερα). Συγγενή: σανσκριτική ? (purás, πριν, μπροστά, ενώπιον).[1]
Επίρρημα
επεξεργασίαπάρος
- (χρονικό επίρρημα) πριν, παλιότερα, κάποτε
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 508 (508-509)
- μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος, οἳ τὸ πάρος περ | ἀλκῇ τ᾽ ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν.»
- Κοίταξε όμως μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου· από καιρό | είμαστε φημισμένοι σ᾽ όλη την οικουμένη για την αντρεία και το θάρρος μας.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος, οἳ τὸ πάρος περ | ἀλκῇ τ᾽ ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν.»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 649 (648-649)
- φίλαι φίλαι, | τὰ πάρος οὐκέτι στένομεν οὐδ᾽ ἀλγῶ.
- Φίλες μου, | δεν αναστενάζω, δεν θλίβομαι για τα παλιά.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- φίλαι φίλαι, | τὰ πάρος οὐκέτι στένομεν οὐδ᾽ ἀλγῶ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 508 (508-509)
- περισσότερο, συντομότερα
- (τοπικό επίρρημα) (για τόπο) μπροστά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1502
- σοὶ βαδιστέον πάρος.
- Εσύ μπροστά προχώρει.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- σοὶ βαδιστέον πάρος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1502
Πρόθεση
επεξεργασίαπάρος
- αντί για άλλον, στη θέση άλλου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 536 (535-536)
- φεῦ φεῦ, τί λέξω παρθένου μέγαν λόγον | κλύων, ἀδελφῶν ἣ πάρος θέλει θανεῖν;
- Αλί μου! τί να πω ακούοντας τον μεγάλο τον λόγο της, | πως για τ᾽ αδέρφια της βουλιέται να σκοτωθεί;
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- φεῦ φεῦ, τί λέξω παρθένου μέγαν λόγον | κλύων, ἀδελφῶν ἣ πάρος θέλει θανεῖν;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 536 (535-536)
- καλύτερα από, μάλλον, περισσότερο από, παρά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 418 (418-419)
- κᾆθ᾽ οἱ κάκιστοι τῶνδ᾽ ἀκούσαντες πάρος | τοὐμοῦ πόθου προύθεντο τὴν τυραννίδα;
- Και μολαταύτα οι άθλιοι άκουσαν όσα άκουσαν, | κι όμως προτίμησαν το στέμμα απ᾽ τον πόθο τους για μένα;
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- Έτσι λοιπόν, κι αν τ᾽ άκουσαν οι τιποτένιοι τούτα, | τη βασιλεία προτίμησαν καλύτερ᾽ από μένα;
- Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- Και μολαταύτα οι άθλιοι άκουσαν όσα άκουσαν, | κι όμως προτίμησαν το στέμμα απ᾽ τον πόθο τους για μένα;
- κᾆθ᾽ οἱ κάκιστοι τῶνδ᾽ ἀκούσαντες πάρος | τοὐμοῦ πόθου προύθεντο τὴν τυραννίδα;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 418 (418-419)
- ενώπιον, μπροστά σε κάποιον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 572 (572-573)
- ἀλλ᾽ ἀντιάζω σ᾽, ὦ γέρον, τῶν σῶν πάρος | πίτνουσα γονάτων
- Μα σε ικετεύω, γέροντα, | στα γόνατά σου πέφτοντας
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἀντιάζω σ᾽, ὦ γέρον, τῶν σῶν πάρος | πίτνουσα γονάτων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 572 (572-573)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- πάρος σελ. 1154 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- πάρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.