πάρηβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάρηβος | η | πάρηβη | το | πάρηβο |
γενική | του | πάρηβου | της | πάρηβης | του | πάρηβου |
αιτιατική | τον | πάρηβο | την | πάρηβη | το | πάρηβο |
κλητική | πάρηβε | πάρηβη | πάρηβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάρηβοι | οι | πάρηβες | τα | πάρηβα |
γενική | των | πάρηβων | των | πάρηβων | των | πάρηβων |
αιτιατική | τους | πάρηβους | τις | πάρηβες | τα | πάρηβα |
κλητική | πάρηβοι | πάρηβες | πάρηβα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάρηβος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπάρηβος
- που πέρασε την ακμή της νεότητας, αυτός που πέρασε την ήβη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάρηβος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πάρηβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάρηβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.