λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάκτωσις αἱ πακτώσεις
      γενική τῆς πακτώσεως τῶν πακτώσεων
      δοτική τῇ πακτώσει ταῖς πακτώσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν πάκτωσιν τὰς πακτώσεις
     κλητική ! πάκτωσι πακτώσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πάκτωσις < πακτώ(νω) + -σις < (ελληνιστική κοινή) πάκτον (συμφωνία, ενοίκιο) < λατινική pactum (συνθήκη, σύμβαση) [1] Δε σχετίζεται το ελληνιστικό πάκτωσις.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάκτωσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «πακτώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάκτωσῐς αἱ πακτώσεις
      γενική τῆς πακτώσεως τῶν πακτώσεων
      δοτική τῇ πακτώσει ταῖς πακτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πάκτωσῐν τὰς πακτώσεις
     κλητική ! πάκτωσῐ πακτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πακτώσει
γεν-δοτ τοῖν  πακτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πάκτωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πακτόω / πακτ(ῶ) (στερεώνω, καλαφατίζω) + -σις
Δε σχετίζεται το μεσαιωνικό πάκτωσις.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάκτωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία