Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. πακτώνω < μεσαιωνική ελληνική πακτώνω < πάκτον + -ώνω < λατινική pactum < paciscor < pax < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ-
  2. πακτώνω < αρχαία ελληνική πακτόω / πακτῶ < πακτός

πακτώνω (παθητική φωνή: πακτώνομαι)

  1. (εκ)μισθώνω αγρό
    1. στερεώνω, ακινητοποιώ κάτι που είναι μπηγμένο στο έδαφος ή στον τοίχο ή σε άλλο αντικείμενο
    2. μπήγω κάτι στο έδαφος, για να σταθεροποιηθεί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία