πακτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πακτώνω < μεσαιωνική ελληνική πακτώνω < πάκτον + -ώνω < λατινική pactum < paciscor < pax < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ-
- πακτώνω < αρχαία ελληνική πακτόω / πακτῶ < πακτός
Ρήμα
επεξεργασίαπακτώνω (παθητική φωνή: πακτώνομαι)
- (εκ)μισθώνω αγρό
-
- στερεώνω, ακινητοποιώ κάτι που είναι μπηγμένο στο έδαφος ή στον τοίχο ή σε άλλο αντικείμενο
- μπήγω κάτι στο έδαφος, για να σταθεροποιηθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πακτώνω | πάκτωνα | θα πακτώνω | να πακτώνω | πακτώνοντας | |
β' ενικ. | πακτώνεις | πάκτωνες | θα πακτώνεις | να πακτώνεις | πάκτωνε | |
γ' ενικ. | πακτώνει | πάκτωνε | θα πακτώνει | να πακτώνει | ||
α' πληθ. | πακτώνουμε | πακτώναμε | θα πακτώνουμε | να πακτώνουμε | ||
β' πληθ. | πακτώνετε | πακτώνατε | θα πακτώνετε | να πακτώνετε | πακτώνετε | |
γ' πληθ. | πακτώνουν(ε) | πάκτωναν πακτώναν(ε) |
θα πακτώνουν(ε) | να πακτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάκτωσα | θα πακτώσω | να πακτώσω | πακτώσει | ||
β' ενικ. | πάκτωσες | θα πακτώσεις | να πακτώσεις | πάκτωσε | ||
γ' ενικ. | πάκτωσε | θα πακτώσει | να πακτώσει | |||
α' πληθ. | πακτώσαμε | θα πακτώσουμε | να πακτώσουμε | |||
β' πληθ. | πακτώσατε | θα πακτώσετε | να πακτώσετε | πακτώστε | ||
γ' πληθ. | πάκτωσαν πακτώσαν(ε) |
θα πακτώσουν(ε) | να πακτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πακτώσει | είχα πακτώσει | θα έχω πακτώσει | να έχω πακτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πακτώσει | είχες πακτώσει | θα έχεις πακτώσει | να έχεις πακτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πακτώσει | είχε πακτώσει | θα έχει πακτώσει | να έχει πακτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πακτώσει | είχαμε πακτώσει | θα έχουμε πακτώσει | να έχουμε πακτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πακτώσει | είχατε πακτώσει | θα έχετε πακτώσει | να έχετε πακτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πακτώσει | είχαν πακτώσει | θα έχουν πακτώσει | να έχουν πακτώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πακτώνω
|