Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πακτώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πακτώνω
  2. θα πακτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πακτώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πακτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πάκτωση