οἰμωγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | οἰμωγή | αἱ | οἰμωγαί |
γενική | τῆς | οἰμωγῆς | τῶν | οἰμωγῶν |
δοτική | τῇ | οἰμωγῇ | ταῖς | οἰμωγαῖς |
αιτιατική | τὴν | οἰμωγήν | τὰς | οἰμωγᾱ́ς |
κλητική ὦ! | οἰμωγή | οἰμωγαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰμωγᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰμωγαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἰμωγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἰμωγή, -ῆς θηλυκό
- θρήνος, ολοφυρμός, οδυρμός που συνοδεύεται με κραυγές
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 447 (στίχοι 447-448)
- κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου· | τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·
- και ως άκουσε ξεφωνητά και κλάματ᾽ απ᾽ τον πύργον, | εσείσθηκαν τα μέλη της, της έπεσε η περόνη
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- κωκυτοῦ δ᾽ ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς ἀπὸ πύργου· | τῆς δ᾽ ἐλελίχθη γυῖα, χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κερκίς·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 99.2
- ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεσελθοῦσα συνέχεε οὕτω ὥστε τοὺς κιθῶνας κατερρήξαντο πάντες, βοῇ τε καὶ οἰμωγῇ ἐχρέωντο ἀπλέτῳ,
- όταν όμως ήρθε κατόπι το δεύτερο μήνυμα, τους συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι τους έκαναν κουρέλια τους χιτώνες τους και γέμισαν τον κόσμο με ασταμάτητες κραυγές και θρήνους·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεσελθοῦσα συνέχεε οὕτω ὥστε τοὺς κιθῶνας κατερρήξαντο πάντες, βοῇ τε καὶ οἰμωγῇ ἐχρέωντο ἀπλέτῳ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 107 (106-108)
- δῆλον ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον | νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ᾽ ἀνάψει | μείζονι θυμῷ·
- Φαίνεται πια: | Το σύννεφο του θρήνου της, που παίρνει τώρα να υψώνεται, σε λίγο θα αστράψει | με σφοδρότερο πάθος.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- δῆλον ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον | νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ᾽ ἀνάψει | μείζονι θυμῷ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 447 (στίχοι 447-448)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οἰμώζω
Πηγές
επεξεργασία- οἰμωγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰμωγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.