Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφθαλμιατρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οφθαλμιατρικ
ός
η
οφθαλμιατρικ
ή
το
οφθαλμιατρικ
ό
γενική
του
οφθαλμιατρικ
ού
της
οφθαλμιατρικ
ής
του
οφθαλμιατρικ
ού
αιτιατική
τον
οφθαλμιατρικ
ό
την
οφθαλμιατρικ
ή
το
οφθαλμιατρικ
ό
κλητική
οφθαλμιατρικ
έ
οφθαλμιατρικ
ή
οφθαλμιατρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οφθαλμιατρικ
οί
οι
οφθαλμιατρικ
ές
τα
οφθαλμιατρικ
ά
γενική
των
οφθαλμιατρικ
ών
των
οφθαλμιατρικ
ών
των
οφθαλμιατρικ
ών
αιτιατική
τους
οφθαλμιατρικ
ούς
τις
οφθαλμιατρικ
ές
τα
οφθαλμιατρικ
ά
κλητική
οφθαλμιατρικ
οί
οφθαλμιατρικ
ές
οφθαλμιατρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οφθαλμιατρικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
οφθαλμιατρικός
οφθαλμολογικός