ουσνέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουσνέα | οι | ουσνέες |
γενική | της | ουσνέας | — | |
αιτιατική | την | ουσνέα | τις | ουσνέες |
κλητική | ουσνέα | ουσνέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουσνέα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Usnea < αραβική أُشْنَة (ʾušna, βρύο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουσνέα θηλυκό
- (φυτό) το νεραϊδόχορτο, του γένους Usnea