νεραϊδόχορτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.ɾai̯ˈðo.xoɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ραϊ‐δό‐χο‐ρτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεραϊδόχορτο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεραϊδόχορτο
|