Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρηθροπλαστική οι ουρηθροπλαστικές
      γενική της ουρηθροπλαστικής των ουρηθροπλαστικών
    αιτιατική την ουρηθροπλαστική τις ουρηθροπλαστικές
     κλητική ουρηθροπλαστική ουρηθροπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρηθροπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urethroplasty < αρχαία ελληνική οὐρήθρα < οὐρέω / οὐρῶ + πλαστῐκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρηθροπλαστική θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία