↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσχεοκήλη οι οσχεοκήλες
      γενική της οσχεοκήλης
    αιτιατική την οσχεοκήλη τις οσχεοκήλες
     κλητική οσχεοκήλη οσχεοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσχεοκήλη < όσχεο + -ο- + κήλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οσχεοκήλη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία