Δείτε επίσης: ὀστεόκολλον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεόκολλα οι οστεόκολλες
      γενική της οστεόκολλας
    αιτιατική την οστεόκολλα τις οστεόκολλες
     κλητική οστεόκολλα οστεόκολλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεόκολλα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteocolla < ελληνιστική κοινή ὀστεόκολλον < αρχαία ελληνική ὀστέον + κόλλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεόκολλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία