οστεόκολλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεόκολλα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteocolla < ελληνιστική κοινή ὀστεόκολλον < αρχαία ελληνική ὀστέον + κόλλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οστεόκολλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- οστεοκόλλος
- → δείτε τις λέξεις οστό και κόλλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεόκολλα
Πηγές επεξεργασία
- οστεόκολλα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)