οστεοανθρωπολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστεοανθρωπολόγος < οστεο- + ανθρωπο- + -λόγος (οστεο- + ανθρωπολόγος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοστεοανθρωπολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) ανθρωπολόγος με ειδίκευση στη μελέτη των οστών
- ※ Το υπουργείο και η ανασκαφική ομάδα πιστεύουν στην επάρκεια του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού και γίνεται έρευνα ώστε να επιλεγούν έλληνες επιστήμονες, οστεοανθρωπολόγοι. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οστεοανθρωπολόγος
|