οστίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οστίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ostitis < αρχαία ελληνική ὀστοῦν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοστίτιδα θηλυκό ή οστεΐτιδα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οστό
οστίτιδα θηλυκό ή οστεΐτιδα