οσμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οσμικός | η | οσμική | το | οσμικό |
γενική | του | οσμικού | της | οσμικής | του | οσμικού |
αιτιατική | τον | οσμικό | την | οσμική | το | οσμικό |
κλητική | οσμικέ | οσμική | οσμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οσμικοί | οι | οσμικές | τα | οσμικά |
γενική | των | οσμικών | των | οσμικών | των | οσμικών |
αιτιατική | τους | οσμικούς | τις | οσμικές | τα | οσμικά |
κλητική | οσμικοί | οσμικές | οσμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οσμικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαοσμικός
- σχετικός με το όσμιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία οσμικός
|