Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορχιτικός η ορχιτική το ορχιτικό
      γενική του ορχιτικού της ορχιτικής του ορχιτικού
    αιτιατική τον ορχιτικό την ορχιτική το ορχιτικό
     κλητική ορχιτικέ ορχιτική ορχιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορχιτικοί οι ορχιτικές τα ορχιτικά
      γενική των ορχιτικών των ορχιτικών των ορχιτικών
    αιτιατική τους ορχιτικούς τις ορχιτικές τα ορχιτικά
     κλητική ορχιτικοί ορχιτικές ορχιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορχιτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ορχιτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία