ορνιθοσκάλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορνιθοσκάλισμα ουδέτερο
- μουτζούρα, κακογραφία
- πικτογράφημα, προϊστορική συμβολική γραφή
- πολύ δυσανάγνωστα γράμματα
- (μεταφορικά) η καλλιγραφία, συχνά κουραστική για ανάγνωση μεγάλων κειμένων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορνιθοσκάλισμα
|