ορμήνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορμήνια | οι | ορμήνιες |
γενική | της | ορμήνιας | — | |
αιτιατική | την | ορμήνια | τις | ορμήνιες |
κλητική | ορμήνια | ορμήνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορμήνια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορμήνια θηλυκό
- γνώμη που δίνεται σε κάποιον για το τι πρέπει να κάνει
- συμβουλή