ορθόκεντρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθόκεντρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθόκεντρο ουδέτερο
- (γεωμετρία) το σημείο στο οποίο τέμνονται τα ύψη του τριγώνου
- → δείτε και τη λέξη βαρύκεντρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθόκεντρο