ορθοσιγμοειδοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθοσιγμοειδοσκόπηση < ορθό + -ο- + σιγμοειδές + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική rectosigmoidoscopy)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθοσιγμοειδοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση του ορθού και του σιγμοειδούς με ενδοσκόπιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθοσιγμοειδοσκόπηση