Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθολογιστικός η ορθολογιστική το ορθολογιστικό
      γενική του ορθολογιστικού της ορθολογιστικής του ορθολογιστικού
    αιτιατική τον ορθολογιστικό την ορθολογιστική το ορθολογιστικό
     κλητική ορθολογιστικέ ορθολογιστική ορθολογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθολογιστικοί οι ορθολογιστικές τα ορθολογιστικά
      γενική των ορθολογιστικών των ορθολογιστικών των ορθολογιστικών
    αιτιατική τους ορθολογιστικούς τις ορθολογιστικές τα ορθολογιστικά
     κλητική ορθολογιστικοί ορθολογιστικές ορθολογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθολογιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ορθολογιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία