↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοβουλία οι ορθοβουλίες
      γενική της ορθοβουλίας των ορθοβουλιών
    αιτιατική την ορθοβουλία τις ορθοβουλίες
     κλητική ορθοβουλία ορθοβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθοβουλία < αρχαία ελληνική ὀρθοβουλία[1] < αρχαία ελληνική ὀρθόβουλος[2] < ὀρθός + βουλή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορθοβουλία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ὀρθοβουλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. ὀρθόβουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.