Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οποθεραπευτικός η οποθεραπευτική το οποθεραπευτικό
      γενική του οποθεραπευτικού της οποθεραπευτικής του οποθεραπευτικού
    αιτιατική τον οποθεραπευτικό την οποθεραπευτική το οποθεραπευτικό
     κλητική οποθεραπευτικέ οποθεραπευτική οποθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οποθεραπευτικοί οι οποθεραπευτικές τα οποθεραπευτικά
      γενική των οποθεραπευτικών των οποθεραπευτικών των οποθεραπευτικών
    αιτιατική τους οποθεραπευτικούς τις οποθεραπευτικές τα οποθεραπευτικά
     κλητική οποθεραπευτικοί οποθεραπευτικές οποθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οποθεραπευτικός < οποθεραπεία

  Επίθετο επεξεργασία

οποθεραπευτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία