οπλοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.plo.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πλο‐πω‐λεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπλοπωλείο ουδέτερο
- μαγαζί που πουλά όπλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)