↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπλοπωλείο τα οπλοπωλεία
      γενική του οπλοπωλείου των οπλοπωλείων
    αιτιατική το οπλοπωλείο τα οπλοπωλεία
     κλητική οπλοπωλείο οπλοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπλοπωλείο < οπλο- + -πωλείο, (μαρτυρείται από το 1812)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.plo.poˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πλο‐πω‐λεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπλοπωλείο ουδέτερο

  • μαγαζί που πουλά όπλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)