Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπλοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οπλοπώλ
ης
οι
οπλοπώλ
ες
γενική
του
οπλοπώλ
η
των
οπλοπωλ
ών
αιτιατική
τον
οπλοπώλ
η
τους
οπλοπώλ
ες
κλητική
οπλοπώλ
η
οπλοπώλ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπλοπώλης
<
όπλ(ο)
+
-ο-
+
-πώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οπλοπώλης
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που έχει
οπλοπωλείο
, που πουλά όπλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπλοπώλης
τουρκικά
:
silahçı
(tr)