Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλομαχητική οι οπλομαχητικές
      γενική της οπλομαχητικής των οπλομαχητικών
    αιτιατική την οπλομαχητική τις οπλομαχητικές
     κλητική οπλομαχητική οπλομαχητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπλομαχητική < ελληνιστική κοινή ὁπλομαχητική, θηλυκό του ὁπλομαχητικός < αρχαία ελληνική ὁπλομαχέω < ὅπλον + μάχη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπλομαχητική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

οπλομαχητική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία