Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπαίο τα οπαία
      γενική του οπαίου των οπαίων
    αιτιατική το οπαίο τα οπαία
     κλητική οπαίο οπαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπαίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπαῖον < ουδέτερου του ὀπαῖος < ὀπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπαίο ουδέτερο

  1. οπή στη στέγη των σπιτιών των αρχαίων απ' όπου έβγαινε ο καπνός της εστίας και φωτιζόταν το εσωτερικό
  2. οπή στο κλείστρο προβόλου όπλου, από την οποία μεταδίδεται η φωτιά στη γόμωση
  3. (ναυτικός όρος) → δείτε τη λέξη όπαιο τετράπλευρο άνοιγμα στο θωράκιο πλοίου
  4. τρύπα του τσιμπουκιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία