ὀπαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀπαῖος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαὀπαῖος -α, -ον
- αυτός, που διαθέτει μία τρύπα, ένα άνοιγμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος: από την οπή της στέγης και από την οποία έμπαινε το φως της ημέρας και έβγαινε ο καπνός από το τζάκι
Πηγές
επεξεργασία- ὀπαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.