Δείτε επίσης: οπαίο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀπαῖος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ὀπαῖος -α, -ον

  • αυτός, που διαθέτει μία τρύπα, ένα άνοιγμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία