οξυκωδόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξυκωδόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oxycodone < hydroxy + codeine + -one < αρχαία ελληνική ὀξύς + κώδεια + λατινική -onem
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξυκωδόνη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- οξυκωδόνη στη Βικιπαίδεια