ονοματοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ονοματοκρατία | οι | ονοματοκρατίες |
γενική | της | ονοματοκρατίας | των | ονοματοκρατιών |
αιτιατική | την | ονοματοκρατία | τις | ονοματοκρατίες |
κλητική | ονοματοκρατία | ονοματοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ονοματοκρατία < ονοματο- + -κρατία < (απόδοση) γαλλική nominalisme.[1][2] → δείτε τη λέξη νομιναλισμός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαονοματοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) συνώνυμο του νομιναλισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ονοματοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)